σκαριφητήρας

σκαριφητήρας
και σκαριφιστήρας, ο, Ν
1. ιατρ. ειδικό χειρουργικό μαχαιρίδιο για την εκτέλεση σκαριφησμών
2. ειδικό γεωργικό εργαλείο για καθαρισμό τής επιφάνειας τού εδάφους χωρίς αναστροφή τών χωμάτων, κν. ξαριστής ή τσουγκράνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαριφώ + κατάλ. -τήρας (πρβλ. κινη-τήρας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκάριφος — ο, ΝΜΑ, και σκάριφο, το, Ν, και σκάριφον Α πρόχειρο σχέδιο, ιχνογράφημα, σκαρίφημα νεοελλ. σκαριφητήρας, ξαριστής αρχ. 1. σχέδιο για ένα κτήριο 2. κοντύλι ή αιχμηρό όργανο για την εγχάραξη σχημάτων ή ιχνογραφημάτων και κυρίως πάνω στην άμμο ή σε… …   Dictionary of Greek

  • σκαριφιστήρας — ο, Ν βλ. σκαριφητήρας …   Dictionary of Greek

  • σκαριφιστής — ο, Ν [σκαριφίζω] σκαριφητήρας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”